- επίθημα
- Κατασκευαστικό και αρχιτεκτονικό στοιχείο, χαρακτηριστικό της βυζαντινής αρχιτεκτονικής, το οποίο τοποθετείτο μεταξύ του κιονόκρανου και της γένεσης του υπερκείμενου τόξου. Είχε περίπου το σχήμα ανεστραμμένης κόλουρης πυραμίδας και χρησίμευε στο να επωμίζεται με τη μεγάλη άνω βάση του το πάχος –και τα φορτία– του υπερκείμενου τοίχου και να το μεταβιβάζει στο κιονόκρανο, που ήταν πάντα μικρότερης από την απαιτούμενη επιφάνειας. Και αυτό γιατί το κιονόκρανο εναρμονίζεται με τις αναλογίες της κολόνας, την οποία οι Βυζαντινοί αρχιτέκτονες, επιδιώκοντας να δώσουν την εντύπωση της εξαΰλωσης στους ναούς τους, κατασκεύαζαν όσο λεπτότερη μπορούσαν, αφαιρώντας της αισθητικά βάρος. Το ε. εκφράζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη διάθεση της βυζαντινής αρχιτεκτονικής να αφαιρέσει από την ύλη βάρος και να μεταδώσει την αίσθηση του μετεωρισμού, κατανικώντας την.
Διακοσμητικό γλυπτό της μονής Καισαριανής, στο οποίο διακρίνεται καθαρά το επίθημα.
* * *το (Α ἐπίθημα) [επιτίθημι]νεοελλ.(γλωσσολ.) παραγωγική κατάληξη λέξεωναρχ.1. καθετί που τοποθετείται πάνω σε κάτι, επομ. κάλυμμα, σκέπασμα, καπάκι2. επιφάνεια τραπεζιού3. επιτάφιο μνημείο ή άγαλμα ή παράσταση4. η αιχμή τού δόρατος5. το επίσημο τής ασπίδας, δηλ. το διακριτικό σήμα στην εξωτερική επιφάνεια τής ασπίδας6. ιατρ. επίθεση φαρμάκου.
Dictionary of Greek. 2013.